υπερέξαψη

υπερέξαψη
η / ὑπερέξαψις, -άψεως, ΝΜ [ὑπερεξάπτω]
υπέρμετρη έξαψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερέξαψη — η η υπερβολική έξαψη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκσταση — η 1. η απόσπαση του πνεύματος από την κανονική του κατάσταση και η πλήρης απορρόφησή του από μια μόνη εντύπωση, το θάμπος, κατάπληξη. 2. υπερέξαψη των αισθήσεων και της φαντασίας, που συνοδεύεται από παραισθήσεις και ψευδαισθησίες, σε άτομα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”